αραχνιάζω

αραχνιάζω
-ιασα, -ιασμένος, σκεπάζομαι από ιστούς αράχνης, από αραχνιές: Βρήκαμε το σπίτι αραχνιασμένο και μέσα στη σκόνη. Ουσ. αράχνιασμα, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αραχνιάζω — αραχνιάζω, αράχνιασα, αραχνιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αραχνιάζω — 1. γεμίζω αράχνες 2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι 3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, η, ο α) εγκαταλελειμμένος, έρημος 6) απαίσιος, εξαθλιωμένος γ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης …   Dictionary of Greek

  • άραχθος — Ποταμός (110 χλμ.) της Ηπείρου. Έχει λεκάνη με έκταση 1.890 τ. χλμ. Πηγάζει από τη θέση Οξιά του Δεσπότη και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο. Λέγεται και ποτάμι της Άρτας. Σε τμήμα κοντά στις πηγές του ονομάζεται Μετσοβίτικος. Ο Μετσοβίτικος… …   Dictionary of Greek

  • άραχνος — κ. άραχλος η, ο συφοριασμένος, δύστυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)] …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • αραχνίω — ἀραχνιῶ ( όω) (Α) [αράχνιον] 1. υφαίνω ιστό αράχνης γύρω από κάποιον, περιβάλλω με αράχνες 2. σχηματίζω στο σώμα μου κάποιο είδος αραχνένιου ιστού 3. γεμίζω αράχνες, αραχνιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξαραχνιάζω — και ξεραχνιάζω αφαιρώ τους ιστούς τής αράχνης, βγάζω τις αράχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αραχνιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”